πλήτης

πλήτης
πλήτης· πλησιαστής, Hsch. [full] πλητήσαντα· δηλοῦντα, Id. [full] πλητίνες· δέλτοι, Id. [full] πλῆτο, [ per.] 3sg. [tense] aor. [voice] Pass. both of πίμπλημι and of πελάζω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλήτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πλησιαστής». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *pelā τού πέλας*, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

  • τειχεσιπλήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήτης (< θ. πλητ , με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της ρίζας πελᾶ τού πέλας* + κατάλ. της)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”